- λιμώττουσα
- λῑμώττουσα , λιμώσσωto be famishedpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαιμάζω — (Α) μαιμώ* («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμῶ* κατά τα ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek